- εριήκοος
- ἐριήκοος, -ον (Α)αυτός που έχει οξεία ακοή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -ηκοος (< ακούω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐριήκοον — ἐριήκοος sharp of hearing masc/fem acc sg ἐριήκοος sharp of hearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek